πρώσας

Revision as of 08:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

πρῶσον, πρῶσις,

   A v. προωθέω, πρόωσις.

German (Pape)

[Seite 804] zsgzgn für προῶσαι u. προώσας. S. προωθέω.

Greek (Liddell-Scott)

πρώσας: πρῶσον, πρῶσις, ἴδε ἐν λ. προωθέω, πρόωσις.

French (Bailly abrégé)

contr. p. προώσας, part. ao. de προωθέω.

Greek Monotonic

πρώσας: συνηρ. από το προώσας, μτχ. αορ. αʹ του προωθέω.

Russian (Dvoretsky)

πρώσας: (= προώσας) part. aor. к προωθέω.