τεθρυμμένως

Revision as of 08:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

Adv., (θρύπτω)

   A wantonly, effeminately, Plu.2.801a.

German (Pape)

[Seite 1079] adv. part. perf. pass. vou θρύπτω, weichlich, schwelgerisch, Plut. reip. ger. praec. 4.

Greek (Liddell-Scott)

τεθρυμμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ θρύπτω, μαλθακῶς, θηλυπρεπῶς, ἡδυπαθῶς, τοῖς ἀσελγῶς καὶ τεθρυμμένως ζῶσιν Πλούτ. 2. 801Α.

French (Bailly abrégé)

adv.
mollement, d’une manière efféminée.
Étymologie: τέθρυμμαι.

Greek Monolingual

Α
επιρρ. με θηλυπρεπή τρόπο («τοῑς ἀσελγῶς καὶ τεθρυμμένως ζῶσιν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεθρυμμένος, μτχ. μέσ. παρακμ. του ρ. θρύπτω + επιρρμ. κατάλ. -ως].

Russian (Dvoretsky)

τεθρυμμένως: [от part. pf. pass. к θρύπτω в неге, среди роскоши (ζῶντες Plut.).