κέλευμα

Revision as of 08:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A = κέλευσμα (q.v.).

German (Pape)

[Seite 1414] τό, = κέλευσμα; ἐξ ἑνὸς κελεύματος Sophr. bei Ath. III, 87 a; Plat. Phaedr. 253 d u. A.; oft v. l. κέλευσμα, Lob. zu Soph. Ai. 323.

Greek (Liddell-Scott)

κέλευμα: τό, = κέλευσμα, ὃ ἴδε.

English (Strong)

from κελεύω; a cry of incitement: shout.

Greek Monolingual

το (Α κέλευμα)
βλ. κέλευσμα.

Russian (Dvoretsky)

κέλευμα: ατος τό Her., Plat. = κέλευσμα.