κορυνιόεις

Revision as of 08:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A knobby, πέτηλα v.l. for κορωνιόωντα, Hes.Sc. 289.

Greek (Liddell-Scott)

κορῠνιόεις: -εσσα, εν, ὅμοιος κορύνῃ, ἴδε Λοβ. Rhemat. 180.

Greek Monolingual

κορυνιόεις, -εσσα, -εν (Α)
αυτός που μοιάζει με κορύνη, ροπαλοειδής («κορυνιόεντα πέτηλα», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εσφ. παρλλ. τ. του κορωνιόεις].

Russian (Dvoretsky)

κορῡνιόεις: όεσσα, όεν (pl. n κορυνιόεντα - v. l. κορωνιόωντα) растущий пучком, кистеобразный (πέτηλα Hes.).