σιτευτής

Revision as of 08:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who feeds up cattle, etc., Plu.2.750c.

German (Pape)

[Seite 885] ὁ, der Viehmäster, Plut. amat. 4.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτευτής: -οῦ, ὁ, ὁ τρέφων κτήνη, κτλ., Πλούτ. 2. 750C.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
éleveur.
Étymologie: σιτεύω.

Greek Monolingual

ὁ, Α σιτεύω
αυτός που εκτρέφει ζώα ή πτηνά με άφθονη τροφή έτσι ώστε να παχύνουν.

Russian (Dvoretsky)

σῑτευτής: οῦ ὁ откармливающий животных, скотник Plut.