βέβασαν

Revision as of 08:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

   A v. βαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

βέβᾰσαν: ἴδε ἐν λ. βαίνω.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. pqp. Pass. de βαίνω.

Greek Monotonic

βέβᾰσαν: συγκεκ. τύπος αντί ἐβεβήκεσαν, γʹ πληθ. υπερσ. του βαίνω.

Russian (Dvoretsky)

βέβᾰσαν: эп. 3 л. pl. ppf. к βαίνω.