adv.1 péniblement;2 méchamment;Cp. μοχθηροτέρως.Étymologie: μοχθηρός.
μοχθηρῶς: 1) с трудом, мучительно (διακεῖσθαι, ζῆν Plat.);2) плохо, дурно, неудачно (πολεμεῖν τινι Plut.).