σαλευτός
English (LSJ)
ή, όν,
A tottering, unsteady, AP5.174 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 859] bewegt, erschüttert, geschwenkt, schwankend, γυῖα σαλευτὰ ὑπ' ἀκρήτου φορεῖς, Mel. 60 (V, 175).
Greek (Liddell-Scott)
σᾰλευτός: -ή, -όν, ὁ ἄνω καὶ κάτω κινούμενος, σαλευόμενος, Ἀνθ. Π. 5. 175.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α σαλεύω
αυτός που κινείται πάνω κάτω, αυτός που σαλεύει.
Russian (Dvoretsky)
σᾰλευτός: [adj. verb. к σαλεύω качающийся, шатающийся (γυῖα Anth.).