τῐθαίνομαι: ἴδε τιθηνέω.
Ατρέφω κάποιον ως τροφός, θηλάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < τιθήνη «τροφός». Ο τ. μαρτυρείται στον αόρ. ἐτιθήνατο].
τιθαίνομαι: вскармливать (Ἣραν ἐτιθήνατο Τηθύς Luc.).