[Seite 1395] dor. = κατελθεῖν.
κατενθεῖν: Δωρ. ἀντὶ τοῦ κατελθεῖν, Θεόκρ. 17. 48.
κατενθεῖν: или κατενθῆν дор. Theocr. v. l. = κατελθεῖν.