μικρόσοφος

Revision as of 09:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ον,

   A wise in small matters, D.S.26.1.

German (Pape)

[Seite 185] in Kleinigkeiten weise, geschickt, D. Sic. 26, 1.

Greek (Liddell-Scott)

μῑκρόσοφος: -ον, ὁ εἰς μικρὰ πράγματα σοφός, Διόδ. 26. 1, Ἐκλογ. 513. 60.

Greek Monolingual

μικρόσοφος, -ον (Α)
ο σοφός σε μικρά ή ασήμαντα πράγματα.

Russian (Dvoretsky)

μῑκρόσοφος: мудрый в мелочах Diod.