ἄοιστος: -ον, ἀφόρητος, Αἰσχύλ. Ἱκ. 881, καθ’ Ἕρμ. ἀντὶ ἄϊστος.
ἄοιστος: невыносимый, нестерпимый (Aesch. - v. l. к ἄϊστος).