κατακήομεν

Revision as of 09:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

   A v. κατακαίω.

Greek (Liddell-Scott)

κατακήομεν: ἴδε κατακάω.

French (Bailly abrégé)

1ᵉ pl. sbj. prés. épq. de κατακαίω.

Greek Monotonic

κατακήομεν: Επικ. αντί -κήωμεν, αʹ πληθ. υποτ. αορ. βʹ του κατακαίω.

Russian (Dvoretsky)

κατακήομεν: эп. (= κατακήωμεν) 1 л. pl. conjct. к κατακαίω.