impér. ao. de δέχομαι;ion. p. δεῖξαι, inf. ao. de δείκνυμι.
δέξαι: προστ. αορ. αʹ του δέχομαι.
δέξαι: I imper. aor. к δέχομαι.II ион. (= δεῖξαι) inf. aor. к δείκνυμι.
δέξαι imperat. aor. 2 sing. van δέχομαι.δέξαι Ion. voor δεῖξαι, inf. aor. act. van δείκνυμι.