πυγίδιον

Revision as of 10:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

τό, Dim. of πυγή, Ar.Ach.638, Eq.1368.

German (Pape)

[Seite 813] τό, dim. von πυγή, kleiner, magerer Steiß, Ar. Ach. 613 Equ. 1365.

Greek (Liddell-Scott)

πῡγίδιον: τὸ, ὑποκορ. τοῦ πυγή, λεπτὴ πυγή, ἰσχνὰ ὀπίσθια, Ἀριστοφ. Ἀχ. 638, Ἱππ. 1368.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de πυγή.

Greek Monotonic

πῡγίδιον: τό, υποκορ. του πυγή, μικρά οπίσθια, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυγίδιον -ου, τό [πυγή] bil.