σκληρυσμός
English (LSJ)
ὁ,
A hardening, induration, Id.Prorrh.1.19, cf. Coac.98, Antyll. ap. Orib. 45.15.5.
Greek (Liddell-Scott)
σκληρυσμός: ὁ, τὸ σκληρύνειν, ἐπιφέρειν σκλήρυνσιν, Ἱππ. Προρρ. 68, πρβλ. 131D, κτλ.
Greek Monolingual
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκληρυσμός -ου, ὁ [σκληρύνω] verharding.