ποίκιλσις

Revision as of 10:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A = ποικιλία, Pl. Lg.747a(pl.).

German (Pape)

[Seite 651] ἡ, = ποικιλία, Plat. Legg. V, 747 a.

Greek (Liddell-Scott)

ποίκιλσις: -εως, ἡ, (ποικίλλω) = ποικιλία, Πλάτ. Νόμ. 747Α.

Greek Monotonic

ποίκιλσις: -εως, ἡ (ποικίλλω), = ποικιλία, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ποίκιλσις: εως ἡ Plat. = ποικιλία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποίκιλσις -εως, ἡ [ποικίλλω] variatie, het variëren.