σκεπαρνηδόν

Revision as of 10:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

Adv.

   A like a σκέπαρνον 11, Hp.Fract.29.

German (Pape)

[Seite 892] adv., nach Art eines wundärztlichen Verbandes, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

σκεπαρνηδόν: Ἐπίρρ., κατὰ τὸν τρόπον τοῦ ἐπιδέσμου τοῦ καλουμένου σκέπαρνον, Ἱππ. Ἀγμ. 770.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. κατά τον τρόπο του επιδέσμου σκέπαρνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκέπαρνος «είδος χειρουργικού επιδέσμου» + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμ-ηδόν)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκεπαρνηδόν [σκέπαρνος] adv., als een bijl. Hp. Fract. 29.