καταπαλτικός

Revision as of 10:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Greek Monolingual

καταπαλτικός, -ή, -όν (Α)
βλ. καταπελτικός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταπαλτικός -ή όν [καταπάλτης] van een katapult.