καταπαλτικός
Greek Monolingual
καταπαλτικός, -ή, -όν (Α)
βλ. καταπελτικός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταπαλτικός -ή όν [καταπάλτης] van een katapult.
καταπαλτικός, -ή, -όν (Α)
βλ. καταπελτικός.
καταπαλτικός -ή όν [καταπάλτης] van een katapult.