σκυθρωπότης

Revision as of 10:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A sullenness, Hp.Coac.210, D.H.Rh.11.8.

German (Pape)

[Seite 907] ητος, ἡ, das Wesen des σκυθρωπός, finsteres, mürrisches Wesen; Hippocr.; Luc. Icar. 5.

Greek (Liddell-Scott)

σκυθρωπότης: -ητος, ἡ, ὁ σκυθρωπὸς χαρακτήρ, μελαγχολία, κατήφεια, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 152D, Διον. Ἁλ. Τέχν. Ρητ. 8.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκυθρωπότης -ητος, ἡ [σκυθρωπός] somberheid, ernst.