πυκνόσαρκος

Revision as of 10:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

ον,

   A with solid flesh, Hp.Vict.3.78, Mul.1.73, al., Arist.Pr.861b29.

German (Pape)

[Seite 816] mit dichtem, derbem Fleische, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πυκνόσαρκος: -ον, ὁ ἐχων σάρκα συμπαγῆ, Ἱππ. 241. 36, Ἀριστ. Προβλ. 1. 20.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει σφιχτοδεμένη σάρκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + -σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. απαλό-σαρκος].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυκνόσαρκος -ον [πυκνός, σάρξ] met stevig vlees.