προέμεν

Revision as of 10:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

Ep. aor. 2 inf. of προΐημι (q. v.).

Greek (Liddell-Scott)

προέμεν: Ἐπικ. ἀόρ. β΄ ἀπαρ. τοῦ προΐημι, Ὀδ.· πρβλ. ἐξέμεν, ἐπιπροέμεν.

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 épq. de προΐημι.

English (Autenrieth)

see προΐημι.

Greek Monotonic

προέμεν: Επικ. αντί προεῖναι, απαρ. αορ. βʹ του προΐημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προέμεν ep. inf. aor. act. van προΐημι.