πορνεῖον

Revision as of 10:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

τό,

   A brothel, Ar.V.1283, Ra.113, Antipho 1.14, etc.

German (Pape)

[Seite 684] τό, Hurenhaus; Ar. Vesp. 1283 Ran. 113; Antiph. 1, 14; Ath. oft u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πορνεῖον: τό, ὡς καὶ νῦν, χαμαιτυπεῖον, Ἀριστοφ. Σφ. 1283, Βατρ. 113, Ἀντιφῶν 13. 5, κλπ. ― Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ε΄, σ. 107.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
lieu de prostitution.
Étymologie: πόρνη.

Greek Monotonic

πορνεῖον: τό, οίκος ανοχής, χαμαιτυπείο, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πορνεῖον -ου, τό [πόρνη] bordeel.