πανσυδίᾳ
English (LSJ)
Ep. πανσυδίῃ, or πασσυδίῃ, Adv., (σεύομαι)
A with all speed, Il.2.12, 11.709, 725, E.Tr.797 (anap.). II = πανστρατιᾷ, X.HG4.4.9, Ages.2.19 (cf. foreg.), Aen. Tact.15.9, Q.S.7.432, Tryph.142.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec toute l’impétuosité possible, avec toute la vigueur possible, en toute hâte.
Étymologie: πᾶν, σεύω.
Greek Monotonic
πανσῠδίᾳ: επικ. —ίῃ, επίρρ., (σεύομαι), με ολόκληρη την ταχύτητα = πάσῃ τῇ σπουδῇ, σε Ομήρ. Ιλ.· Αττ. πανσυδίᾳ ή πασσυδίᾳ σε Ευρ. — Δεν απαντάται ονομ., πρβλ. πανστρατιᾷ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πανσυδίᾳ ook πασσυδίᾳ, Ion. πανσυδίῃ [πανσυδί] adv. in volle vaart. met het hele leger; uitbr. geheel en al:. κάββαλλε π. hij vernietigde compleet AP 7.299.2.