συνεργάτις
Greek Monotonic
συνεργάτις: [ᾰ], -ιδος, ἡ, θηλ. του συνεργάτης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνεργάτις -ιδος, ἡ [συνεργάτης] medewerkster, handlangster, met gen. in iets.
συνεργάτις: [ᾰ], -ιδος, ἡ, θηλ. του συνεργάτης.
συνεργάτις -ιδος, ἡ [συνεργάτης] medewerkster, handlangster, met gen. in iets.