κλεπτέον

Revision as of 11:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

   A one must conceal, S.Ph.57.

Greek (Liddell-Scott)

κλεπτέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ κλέψῃ, νὰ κρύψῃ, τόδ’ οὐχὶ κλεπτέον Σοφ. Φιλ. 57.

Greek Monotonic

κλεπτέον: ρημ. επίθ. του κλέπτω, αυτό που πρέπει να αποκρυφθεί, σε Σοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλεπτέον, adj. verb. van κλέπτω, het moet verhuld worden.