ἀρρίγητος

Revision as of 11:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ον,

   A not shivering, daring, AP6.219 (Antip.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀρρίγητος: -ον, ὁ μὴ ῥιγῶν, ὁ μὴ φοβούμενος, ἀτρόμητος, Ἀνθ. Π. 219.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
que rien ne fait frissonner.
Étymologie: ἀ, ῥιγέω.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ῑ-]
que no tiembla, impávido τὸν δὲ μέτ' ἀ. ἐπείσθορε ταυροφόνος θήρ AP 6.219.7 (Antip.Sid.).

Greek Monolingual

ἀρρίγητος, -ον (Α) [[[ριγώ]] (-έω)]
αυτός που δεν τρέμει, ο άφοβος.

Greek Monotonic

ἀρρίγητος: -ον (ῥῑγέω), αυτός που δεν φοβάται, ατρόμητος, τολμηρός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρρίγητος: (ῑ) бестрепетный Anth.