ἁμερόκοιτος

Revision as of 11:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

Greek (Liddell-Scott)

ἁμερόκοιτος: Δωρ. ἀντὶ ἡμερόκοιτος.

Greek Monotonic

ἁμερόκοιτος: Δωρ. αντί ἡμερόκοιτος.

Russian (Dvoretsky)

ἁμερόκοιτος: (α) дор. Eur. = ἡμερόκοιτος.