ἁμερόκοιτος
Greek (Liddell-Scott)
ἁμερόκοιτος: Δωρ. ἀντὶ ἡμερόκοιτος.
Greek Monotonic
ἁμερόκοιτος: Δωρ. αντί ἡμερόκοιτος.
Russian (Dvoretsky)
ἁμερόκοιτος: (α) дор. Eur. = ἡμερόκοιτος.
ἁμερόκοιτος: Δωρ. ἀντὶ ἡμερόκοιτος.
ἁμερόκοιτος: Δωρ. αντί ἡμερόκοιτος.
ἁμερόκοιτος: (α) дор. Eur. = ἡμερόκοιτος.