κέκλειμαι
French (Bailly abrégé)
v. κλείω.
Greek Monotonic
κέκλειμαι: και κέκλεισμαι, Παθ. παρακ. του κλείω (κλείνω).
Russian (Dvoretsky)
κέκλειμαι: = κέκλῃμαι.
v. κλείω.
κέκλειμαι: και κέκλεισμαι, Παθ. παρακ. του κλείω (κλείνω).
κέκλειμαι: = κέκλῃμαι.