ἀποξυλίζω

Revision as of 11:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

   A deprive of its woody fibre, κράμβην Arist.Pr.873b4 (v.l. ἀποχυλίζοντες).

German (Pape)

[Seite 317] abholzen, der holzigen Theile berauben, κράμβην Arist. Probl. 3, 17, wo Sylburg ἀποχυλίζω ändern wollte.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποξῠλίζω: ἀφαιρῶ τὰς ξυλώδεις ἶνας, ἀποξυλίζοντες κράμβην Ἀριστ. Πρβλ. 3. 17˙ διάφορ. γραφ. ἀποχυλίζω.

Spanish (DGE)

quitar el troncho (κράμβην) Arist.Pr.873b4.

Greek Monolingual

ἀποξυλίζω (Α)
αφαιρώ τις ξυλώδεις ίνες.

Russian (Dvoretsky)

ἀποξῠλίζω: лишать деревянистости (sc. τὴν κράμβην Arst.).