ἀρρητοποιός

Revision as of 11:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

όν,

   A practising such vice, Anon.in EN172.29.    II pedantically, celebrating mysteries, Luc.Lex.10.

Spanish (DGE)

-όν
1 que practica un vicio obsceno o vergonzoso Πολύμνηστος δὲ καὶ Οἰώνιχος ὅμοιοι ἀρρητοποιοί Sch.Ar.Eq.1287, cf. Anon.in EN 172.29, Hsch.
2 que celebra misterios Luc.Lex.10.

Greek Monolingual

ἀρρητοποιός, -όν (Α) αρρητοποιώ
1. αυτός που λαμβάνει μέρος σε μυστήρια, ο μύστης
2. αυτός που κάνει ακατονόμαστες, αισχρές πράξεις.

Russian (Dvoretsky)

ἀρρητοποιός: участвующий в священных таинствах, по друг. творящий постыдные дела Luc.