πράσον

Revision as of 11:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

[ᾰ], τό,

   A leek, Allium Porrum, Batr.54 (v. l.), Chionid.7, Ar. Ra.621, Thphr.HP7.1.2, etc.; π. κεφαλωτόν Dsc.2.149; πράσα τὰ κειρόμενα sliced leeks, Artem.1.67: prov., φύλλῳ πράσου τὸ τῶν ἐρώντων συνδέδεται βαλλάντιον Com.Adesp.197.    II leek-like seaweed. Posidonia oceanica, Ligurian grass-wrack, Thphr.HP4.6.2, Plin.HN 13.135; also, riband-weed, Laminaria saccharina, Thphr.HP4.6.4. (Cf. Lat.porrum, from I.-E. prsom).

German (Pape)

[Seite 694] τό, Lauch, Kopf- u. Schnittlauch; Ar. Ran. 620; comic. bei Ath.; oft Theophr.; auch eine lauchähnliche Meerpflanze, Theophr. Aus der Umstellung entstand πάρσον, πάῤῥον, das lat, porrum.

Greek (Liddell-Scott)

πράσον: [ᾰ], τό, ὡς καὶ νῦν, Χιωνίδης ἐν «Πτωχοῖς» 4, Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 621, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 4, 2, κτλ.· πρ. κεφαλωτὸν Διοσκ. 2. 179· πράσα τὰ κειρόμενα Ἀρτεμ. 4. 67. ΙΙ. θαλάσσιόν τι φυτὸν ὅμοιον πράσῳ, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 6, 2, Πλίν. (Ἐντεῦθεν κατὰ μετάθεσιν γραμμάτων πάρσον, πάρρον, Λατ. porrum).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
poireau légume.
Étymologie: cf. lat. porrum.

Greek Monotonic

πράσον: [ᾰ], τό, πράσο, Λατ. porrum, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πράσον -ου, τό prei (groente).