ποτέρωθεν

Revision as of 12:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

Adv., (πότερος)

   A from which of two quarters, Arist. Mete.361a25.

Greek (Liddell-Scott)

ποτέρωθεν: Ἐπίρρ., ἐκ τίνος τῶν δύο μερῶν; Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 19.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. από ποιον από τους δύο;
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτέρως + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. εκατέρω-θεν)].

Russian (Dvoretsky)

ποτέρωθεν: adv. с которой из обеих сторон Arst.