κοτέ, Ion.for πότε, ποτέ.
[Seite 1493] u. κοτέ, ion. = πότε u. ποτέ.
ion. c. πότε.
κότε (Α)ιων. τ. βλ. πότε.
κότε: κοτέ, Ιων. αντί πότε, ποτέ.
κότε: ион. = πότε.