πλινθοποιέω

Revision as of 12:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

   A make bricks, Eust.ad D.P.511.

German (Pape)

[Seite 636] = πλινθουργέω; Ar. Av. 1139; Eust. in Dion. Per. 512.

Greek (Liddell-Scott)

πλινθοποιέω: κατασκευάζω πλίνθους, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1139, Εὐστ. εἰς Διον. Π. 511.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
fabriquer des briques.
Étymologie: πλίνθος, ποιέω.

Greek Monotonic

πλινθοποιέω: μέλ. -ήσω, κατασκευάζω πλίνθους, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

πλινθοποιέω: изготовлять кирпичи Arph.