πετράεις
English (Slater)
πετρᾱεις
1 rocky πετραέσσας ἐκ Πυθῶνος (O. 6.48)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πετρᾱ́εις -ᾱ́εσσα -ᾶεν Dor. voor πετρήεις.
πετρᾱεις
1 rocky πετραέσσας ἐκ Πυθῶνος (O. 6.48)
πετρᾱ́εις -ᾱ́εσσα -ᾶεν Dor. voor πετρήεις.