ἀπλαστία

Revision as of 12:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

ἡ,

   A sincerity, Pl.Def.412e.

German (Pape)

[Seite 292] ἡ, Aufrichtigkeit, Plat. Def. 412 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπλαστία: εἰλικρίνεια, Πλάτ. ὅροι 412E, Εὐστ. Πονημάτ. 89. 90.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
sinceridad χρηστότης ἤθους ἀπλαστία μετ' εὐλογιστίας Pl.Def.412e.

Greek Monolingual

ἀπλαστία, η (AM)
η ειλικρίνεια.

Russian (Dvoretsky)

ἀπλαστία: ἡ неподдельность, искренность Plat.