συνεκπίνω

Revision as of 12:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

[ῑ],

   A drink off together, τὸ κέρας X.An.7.3.32.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκπίνω: [ῑ], ἐκπίνω, συνεξέπιε τὸ κέρας Ξεν. Ἀναβ. 7. 3, 32.

French (Bailly abrégé)

boire jusqu’à la dernière goutte ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἐκπίνω.

Greek Monolingual

Α
πίνω μέχρι τέλους, αδειάζω κάτι μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκπίνω «πίνω μέχρι τέλους, αδειάζω»].

Greek Monolingual

Α
πίνω μέχρι τέλους, αδειάζω κάτι μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκπίνω «πίνω μέχρι τέλους, αδειάζω»].

Greek Monotonic

συνεκπίνω: [ῑ], μέλ. -πίομαι, πίνω, ρουφώ μέχρι τέλους, «στραγγίζω» από κοινού, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-εκπίνω samen (met...) leegdrinken, met acc. en μετά + gen.. τὸ κέρας de drinkbeker Xen. An. 7.3.32.