ἡ,
A v. πρίστις.
[Seite 700] ἡ, = πρίστις, w. m. s.
πρῆστις: ἡ, ἴδε πρίστις.
ἡ, Α(δ. γρφ·) βλ. πρίστις.
πρῆστις: Arst. = πρίστις 1.