-ῶ :seul. prés. et impf;c. ἀπορρίπτω.
tirar, echar καρπόν X.HG 5.4.42, (τὰ σημεῖα) Plu.Caes.39, cf. Hierocl.Facet.80•fig. en v. pas. πρὸς τοὐ[ν] αντίον κακόν Phld.Vit.12.8.
ἀπορριπτέω: Xen., Plut. = ἀπορριπτω.