πρόβροτος

Revision as of 13:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ὁ,

   A former mortal, dub. in Epigr. ap. D.L.8.45.

German (Pape)

[Seite 713] ὁ, Einer, der vorher Mensch war, D. L. 8, 45 aus Heraclit.

Greek (Liddell-Scott)

πρόβροτος: ὁ, ὁ πρότερον θνητός, ἀμφίβ. γραφ. ἐν Ἐπιγράμμ. παρὰ Διογ. Λ. 8. 45.

Greek Monolingual

ό, Α
άνθρωπος που προϋπήρξε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + βροτός «θνητός»].

Russian (Dvoretsky)

πρόβροτος: ὁ бывший прежде человеком Heracl. ap. Diog. L.