ἴφυον

Revision as of 13:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

[ῑ], τό,

   A spike-lavender, Lavandula Spica, Ar.Th.910 (pl.), Fr. 560 (pl.), Epich.161, Thphr.HP6.6.11, 6.8.3.

German (Pape)

[Seite 1275] τό, eine Gemüsepflanze, ἐκ τῶν ἰφύων Ar. Th. 910, Schol. λάχανόν τι ἄγριον.

Greek (Liddell-Scott)

ἴφυον: ῑ, τό, εἶδος βοτάνης, κατὰ τὸν Σχολιαστ. «εἶδος ἀγρίου λαχάνου», Ἀριστοφ. Θεσμ. 910, Ἀποσπ. 473, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 6, 11.

Greek Monolingual

ἴφυον, τὸ (Α)
(κατά τον Σχολιαστή του Αριστοφ.) είδος άγριου λάχανου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].

Russian (Dvoretsky)

ἴφυον: (ῑ) τό (огородная) зелень, pl. овощи (или какой-л. вид их) Arph.