διαφανῶς
French (Bailly abrégé)
adv.
clairement, évidemment.
Étymologie: διαφανής.
Russian (Dvoretsky)
διαφᾰνῶς: явственно, ясно (σημαίνειν Xen.; χρημάτων ἀδωρότατος Thuc.).
adv.
clairement, évidemment.
Étymologie: διαφανής.
διαφᾰνῶς: явственно, ясно (σημαίνειν Xen.; χρημάτων ἀδωρότατος Thuc.).