καταπτοέω

Revision as of 14:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

   A frighten, Ps.-Luc.Philopatr.29.

German (Pape)

[Seite 1373] einschüchtern; Luc. Philop. 29; Ios.

Greek (Liddell-Scott)

καταπτοέω: πτοίαν ἢ πτόησιν ἐμβάλλω, καταφοβῶ, καταπλήττω, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 29˙ Παθ. ἀόρ. κατεπτώθην (ἐκ διορθώσ. ἀντὶ -επώθην), Γενέσ. 58Α.

French (Bailly abrégé)

-οῶ;
frapper de stupeur, acc..
Étymologie: κατά, πτοέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-πτοέω schrik aanjagen.

Russian (Dvoretsky)

καταπτοέω: пугать, устрашать (τινα Luc.).