πεφνέμεν, πεφνών, etc.,
A v. θείνω: hence a late pres. πέφνουσι, Opp.H.5.390.
πέφνε: πεφνέμεν, πέφνων, κτλ., ἴδε ἐν λ. *φένω.
πέφνε: πεφνέμεν, πέφνων, βλ. *φένω.
πέφνε: imper. к * πεφνεῖν.