ἀποδειδίσσομαι

Revision as of 14:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

   A frighten away, Il.12.52 (tm.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδειδίσσομαι: ἀποθ., προξενῶ φόβον, ἀπὸ γὰρ δειδίσσετο τάφρος εὐρεῖα, «εἰς δέος ἦγε καὶ φόβον» (Σχόλ.), Ἰλ. Μ. 52, ἐν τμήσει.

Spanish (DGE)

dar miedo, asustar ἀπὸ γὰρ δειδίσσετο τάφρος εὐρεῖ' Il.12.52.

Greek Monolingual

ἀποδειδίσσομαι (Α) δειδίσσομαι
εκφοθίζω.

Greek Monotonic

ἀποδειδίσσομαι: γʹ ενικ. Επικ. παρατ. -δειδίσσετο, αποθ., προξενώ φόβο, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποδειδίσσομαι: отпугивать (Hom. - in tmesi).