πῆλαι: ἴδε πάλλω.
inf. ao. de πάλλω.
see πάλλω.
πῆλαι: απαρ. αορ. αʹ του πάλλω· πήλας, μτχ.
πῆλαι inf. aor. act. van πάλλω.
πῆλαι: inf. aor. к πάλλω.