ἀκράτως

Revision as of 14:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

Greek (Liddell-Scott)

ἀκράτως: [ᾰ], ἐπίρρ. τοῦ ἄκρᾱτος. ΙΙ. = ἀκρατῶς, ἐπίρρ. τοῦ ἀκρατής· ἴδε ἐν λέξεσιν.

French (Bailly abrégé)

adv.
sans mélange ; absolument, entièrement.
Étymologie: ἄκρατος.

Greek Monotonic

ἀκράτως: [ᾱ],
I. επίρρ. του ἄκρᾱτος. II. ἀκρᾰτῶς, επίρρ. του ἀκρᾰτής.

Russian (Dvoretsky)

ἀκράτως: (ρᾱ) полностью, вполне, совершенно: ἀ. λευκός Luc. совершенно белый.