ἀκράτως
Greek (Liddell-Scott)
ἀκράτως: [ᾰ], ἐπίρρ. τοῦ ἄκρᾱτος. ΙΙ. = ἀκρατῶς, ἐπίρρ. τοῦ ἀκρατής· ἴδε ἐν λέξεσιν.
French (Bailly abrégé)
adv.
sans mélange ; absolument, entièrement.
Étymologie: ἄκρατος.
Greek Monotonic
ἀκράτως: [ᾱ],
I. επίρρ. του ἄκρᾱτος. II. ἀκρᾰτῶς, επίρρ. του ἀκρᾰτής.
Russian (Dvoretsky)
ἀκράτως: (ρᾱ) полностью, вполне, совершенно: ἀ. λευκός Luc. совершенно белый.