[Seite 444] πακτός, dor. = πηκτίς, πηκτός.
πακτίς a Lydian lyre. ἐν δείπνοισι Λυδῶν ψαλμὸν ἀντίφθογγον ὑψηλᾶς ἀκούων πακτίδος fr. 125. 3.
πακτίς, ἡ (Α)(δωρ. τ.) βλ. πηκτίς.
πακτίς: ἡ дор. = πηκτίς.