ἀγκυλόδους

Revision as of 14:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

οντος, ὁ, ἡ,

   A crook-toothed, of a scimitar, Q.S.6.218; ἀ. χαλινοί, of anchors, Nonn.D.3.50.    II barbed, AP6.176 (Maced.).

German (Pape)

[Seite 15] οντος, krummzähnig, Sp. D., z. B. σίγυνος Maced. (VI, 176); ἅρπη Qu. Sm. 6, 218.

French (Bailly abrégé)

όδοντος (ὁ, ἡ)
à la dent crochue.
Étymologie: ἀγκύλος, ὀδούς.

Spanish (DGE)

(ἀγκῠλόδους) -οντος
de dientes curvados de una hoz o cimitarra, de dientes de sierra curvados ἅρπη Q.S.6.218
de un pez ἥπατος Marc.Sid.10
de un ancla de dientes ganchudos χαλινοί Nonn.D.3.50
de un arma arponado σιγύνης AP 6.176 (Macedon.).

Greek Monotonic

ἀγκῠλόδους: -οντος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει κυρτά ή αγκυλωτά δόντια· αυτός που έχει αγκιστροειδείς ακίδες, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγκῠλόδους: όδοντος adj. с загнутым зубом, т. е. снабженный крюком (σίγυνος Anth.).